εκθερμαίνω

εκθερμαίνω
ἐκθερμαίνω (Α)
μσν.
θερμαίνω, ενισχύω ψυχικώς
αρχ.
1. θερμαίνω εντελώς
2. εξάπτομαι
3. με θέρμανση εξατμίζω
4. εξαλείφω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεκθερμαίνω — Α 1. εκθερμαίνω συγχρόνως 2. καθιστώ κάποιον ή κάτι θερμό, όπως είμαι ο ίδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθερμαίνω «θερμαίνω, εμψυχώνω»] …   Dictionary of Greek

  • διεκθερμαίνω — (Μ διεκθερμαίνω) [εκθερμαίνω] νεοελλ. θερμαίνω ένα υλικό τοποθετώντας το δοχείο που τό περιέχει μέσα σε μεγαλύτερο δοχείο με ζεστό νερό μσν. θερμαίνω καλά …   Dictionary of Greek

  • θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… …   Dictionary of Greek

  • προεκθερμαίνω — Α προθερμαίνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκθερμαίνω «θερμαίνω εντελώς»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”